Προνόμια

ΠΡΟΝΟΜΙΑ

Ο Πορθητής Μωάμεθ Β’ για να αποφύγει τις εξεγέρσεις των υπόδουλων Ελλήνων και να επιβάλλει την τάξη παραχώρησε στους Έλληνες μερικά δικαιώματα, τα γνωστά προνόμια. Διακρίνονται σε πολιτικά και θρησκευτικά.

  1. Πολιτικά προνόμια: Ο Σουλτάνος επέτρεψε τη σχετική αυτοδιοίκηση. Κάθε κοινότητα εξέλεγε τους δημοτικούς άρχοντες, τους δημογέροντες και κάθε πόλη τους προεστούς, οι οποίοι με τη σειρά τους εξέλεγαν τον προύχοντα της επαρχίας. Οι τοπικοί άρχοντες ονομάζονταν από τους Τούρκους κοτζαμπάσηδες. Οι προεστοί διοικούσαν τις κοινότητες και έλυναν ειρηνικά τις διαφορές των χριστιανών. Για να προστατέψουν τους υπόδουλους από τις καταπιέσεις και τις αυθαιρεσίες των φοροεισπρακτόρων αναλάμβαναν οι ίδιοι οι δημογέροντες την υποχρέωση να εισπράττουν τον φόρο που έπρεπε να πληρώνει η κοινότητα στο τουρκικό κράτος. Το ποσό των φόρων για κάθε κοινότητα οριζόταν από την Οθωμανική εξουσία. Για να μη γίνονται αδικίες σε βάρος των φορολογουμένων και για να συγκεντρωθεί ο φόρος που έπρεπε να καταβάλλει η κάθε κοινότητα, οι δημογέροντες όριζαν το μερίδιο που θα πλήρωνε κάθε οικογένεια ανάλογα με την περιουσία της και τα εισοδήματά της. Ακόμη οι τοπικοί άρχοντες φρόντιζαν και για τις ανάγκες της κοινότητας, για εκκλησίες, νεκροταφεία, δρόμους ,βρύσες κ.α. Στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα και ειδικά στη Δυτική Φθιώτιδα δεν είχε αναπτυχθεί ισχυρή κοινοτική διοίκηση δεδομένου ότι δεν υπήρχαν οικονομικές δραστηριότητες όπως στα Αμπελάκια της Θεσσαλίας, στα χωριά του Πηλίου, στα Μαδεροχώρια της Χαλκιδικής, στη Λειβαδιά κ.α. από τις οποίες θα μπορούσαν να προσφέρουν πεσκέσι στους Τούρκους άρχοντες ή και στον ίδιο το Σουλτάνο για να εξασφαλίσουν προνόμια (κοινοτικό προνόμιο). Οι πρόκριτοι με εξαίρεση εκείνων της Λειβαδιάς, δεν απολάμβαναν τέτοια προνόμια, ώστε να μπορούν να προστατεύσουν τους Ελληνικούς πληθυσμούς.
  2. Θρησκευτικά Προνόμια. Μετά την άλωση της Πόλης ο Πατριαρχικός θρόνος χήρευσε. Ο Μωάμεθ ο κατακτητής αμέσως πρόσταξε τους Έλληνες να εκλέξουν νέο Πατριάρχη. Με υπόδειξή του εξέλεξαν Πατριάρχη τον ανθενωτικό Γεώργιο Σχολάριο, μετονομασθέντα σε Γεννάδιο. Αμέσως εξέδωσε σουλτανικό βεράτιο (διάταγμα)σύμφωνα με το οποίο ο Πατριάρχης:

α). Ήταν ο πνευματικός αρχηγός όχι μόνο των Ελλήνων αλλά και όλων των υπόδουλων χριστιανών

β). Χειροτονούσε τους κληρικούς και ήταν ο ανώτερος δικαστής τους. Οι Τούρκοι δεν είχαν δικαίωμα να συλλαμβάνουν κληρικούς χωρίς την έγκριση του Πατριάρχη

γ). Είχε δικαίωμα να δικάζει υποθέσεις των χριστιανών σχετικές με τους γάμους, τα διαζύγια και τις κληρονομιές εφ’ όσον οι χριστιανοί ζητούσαν την κρίση του.

δ). Η Εκκλησία (Μοναστήρια-Πατριάρχης –κλήρος) είχε κτηματική περιουσία (βακούφια). Ένα μέρος των βακούφικων κτημάτων παραχωρήθηκε από το Οθωμανικό κράτος δια του Πατριάρχη ή του Επισκόπου , προς τα Μοναστήρια για κοινωφελείς σκοπούς και ένα μέρος από χριστιανούς κατόχους μικρής ιδιωτικής γαίας. Έτσι πολλά Μοναστήρια στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχαν στην κατοχή τους μεγάλες εκτάσεις. Στην περίπτωση αυτή ανήκει και το Μοναστήρι της Ρούστιανης με τα πολλά βακούφια. Οι κάτοικοι πλησίον του Μοναστηριού που ήσαν κάτοχοι μικρής ιδιωτικής γαίας, προκειμένου ν’ αποφύγουν τη φορολογία της δεκάτης επί της παραγωγής και των άλλων εκμεταλλεύσεων προτιμούσαν να μεταβιβάσουν τα κτήματά τους προς το Μοναστήρι και να εργάζονται στο Μοναστήρι ως κολλήγοι. Σήμερα τόσο στα Κανάλια όσο και στη Λευκάδα υπάρχουν τοποθεσίες, ιδίως κτήματα, με το όνομα βακούφια.

Αν και ο Σουλτάνος παραχώρησε προνόμια προς το Πατριαρχείο επέβαλε όμως και υποχρεώσεις. Είκοσι χρόνια μετά την άλωση το Πατριαρχείο αναλάμβανε την υποχρέωση να αποδίδει κάθε χρόνο φόρο στο Οθωμανικό κράτος. Όταν το Οθωμανικό κράτος βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση το Πατριαρχείο επωμιζόταν πρόσθετες δαπάνες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ,ιδίως τα Μοναστήρια, δια των Μητροπόλεων να συμμετέχουν στη φορολόγηση. Δεν είναι βέβαιο αν το Μοναστήρι της Ρούστιανης είχε Πατριαρχικό προνόμιο, όπως άλλα Μοναστήρια. Το σίγουρο είναι ότι ήταν στον κατάλογο των Μοναστηριών της Επισκοπής Νέων Πατρών (Υπάτης) από την οποία καθοδηγούνταν πνευματικά.

Οι Τούρκοι παραχώρησαν τα προνόμια στους Έλληνες για τους δικούς τους σκοπούς. Οι Έλληνες όμως τα εκμεταλλεύτηκαν για δικό τους όφελος. Ανέπτυξαν δραστηριότητες, διατήρησαν τη γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις και την ορθόδοξη πίστη τους. Δέθηκαν σφιχτά με την Εκκλησία, ένιωθαν ότι ο Πατριάρχης ήταν όχι μόνο πνευματικός αλλά και εθνικός ηγέτης. Έτσι διατήρησαν και ενδυνάμωσαν την εθνική τους συνείδηση.